- κυλινδήσεις
- κυλίνδησιςrollingfem nom/voc pl (attic epic)κυλίνδησιςrollingfem nom/acc pl (attic)κυλινδέωaor subj act 2nd sg (epic)κυλινδέωfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας … Dictionary of Greek